- ἀπότριπτος
- ἀπό-τριπτος, ον,A worn out, PLond.2.191.12 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απότριπτος — ἀπότριπτος, ον (Α) ο πολύ τριμμένος … Dictionary of Greek